-
1 πετηνός
πετηνός, ep. πετεηνός, welche Form Hom. allein hat (s. πετεινός), was fliegen kann, flügge, geflügelt; ὀρνίϑων πετεηνῶν ἔϑνεα, Il. 2, 459; αἰετὸν τελειότατον πετεηνῶν, 8, 247, u. öfter, auch von jungen Vögeln, πάρος πετεηνὰ γενέσϑαι, ehe sie flügge geworden, Od. 16. 218; τὰ πετην.ά. Her. 3. 106, wo aber auch die v. l. πετεινός ist; auch Pind. N. 3, 77 v. l. für ποτανός. Vgl. noch über die Schreibung Jac. A. P. p. 126. 535.
См. также в других словарях:
ώστε — ὥστε, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὧτε Α 1. (στην αρχή λόγου ή πρότασης για να δηλώσει συμπέρασμα) λοιπόν, επομένως, συνεπώς (α. «ώστε έτσι έγιναν τα πράγματα» β. «ὥστ ... ὄλωλα καί σε προσδιαφθερῶ», Σοφ.) 2. (ως συμπερ. σύνδ. για να δηλώσει αποτέλεσμα) για… … Dictionary of Greek